- ἁπαλία
- ἁπᾰλία, ἡ, ([etym.] ἁπαλός)A softness,
τοῦ ἀέρος Gp.1.8.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοῦ ἀέρος Gp.1.8.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἁπαλία — ἁπαλίᾱ , ἁπαλία softness fem nom/voc/acc dual ἁπαλίᾱ , ἁπαλία softness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἁπαλίᾱ , ἁπαλίας a sucking pig masc nom/voc/acc dual ἁπαλίας a sucking pig masc voc sg ἁπαλίᾱ , ἁπαλίας a sucking pig masc voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαλίαις — ἁπαλία softness fem dat pl ἁπαλίας a sucking pig masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαλός — ή, ό (AM ἁπαλός, ή, όν) 1. μαλακός στην αφή, τρυφερός 2. (για πρόσωπα) αβρός, τρυφερός νεοελλ. 1. (για χρώματα) όχι έντονος, ανοιχτός 2. (για ήχους) χαμηλός, ξεκούραστος, διακριτικός 3. φρ. «εξ απαλών ονύχων» από την πολύ μικρή, την παιδική… … Dictionary of Greek